- ανωτερότητα
- ηυπεροχή πνευματική ή ηθική: Στο ζήτημα αυτό έδειξε την ανωτερότητά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανωτερότητα — η ηθική υπεροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανώτερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ανδρ. Λασκαράτο] … Dictionary of Greek
Меркури, Ирини — Ирина Меркури 2003 год Основная информация Имя … Википедия
λεπτότητα — η (AM λεπτότης, ητος) [λεπτός] 1. η ιδιότητα τού λεπτού, ισχνότητα, λεπτοφυΐα ή αδυναμία 2. κομψότητα («έχει μια λεπτότητα και λυγεράδα στο κορμί της») 3. (για το πνεύμα) διαύγεια, ευφυΐα, οξύτητα (α. «δίνει απαντήσεις με λεπτότητα» β. «ὦ Ζεῡ… … Dictionary of Greek
υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… … Dictionary of Greek
Μπλοντέλ, Μορίς — (Maurice Blondel, Ντιζόν 1861 – Εξ αν Προβάνς 1949). Γάλλος φιλόσοφος. Μαθητής του Μπουτρού, δίδαξε φιλοσοφία στα λύκεια και στα πανεπιστήμια της Λιλ και της Εξ. Θεωρείται ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους της θεωρίας της δράσης,… … Dictionary of Greek
μεγαλείο — το 1. επιβλητικότητα, ανωτερότητα, λαμπρότητα: Το μεγαλείο της ψυχής της με έκανε να δακρύσω. 2. μεγαλόπρεπο έργο: Το παλάτι ήταν ένα μεγαλείο. 3. φρ., «τα μεγαλεία», κοινωνική ανωτερότητα, αξιώματα, πλούτος κτλ.: Τρελαίνεται για μεγαλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξιοπρεπής — ές (Α ἀξιοπρεπής ές) νεοελλ. αυτός που τον διακρίνει αυτοσεβασμός, ανωτερότητα, σοβαρότητα, άψογη συμπεριφορά ||αρχ. μσν.) ο κατάλληλος, ο καθώς πρέπει, ο ταιριαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + πρεπής < πρέπω] … Dictionary of Greek
αποτελειώνω — (AM ἀποτελειῶ, όω) 1. φέρνω κάτι σε τέλος, συμπληρώνω, αποπερατώνω 2. θανατώνω 3. δέρνω ή βασανίζω κάποιον χωρίς έλεος 4. πεθαίνω αρχ. μσν. οδηγώ κάποιον σε ηθική ανωτερότητα αρχ. 1. φέρνω κάτι σε πλήρη ωριμότητα 2. παθ. γίνομαι ώριμος, τέλειος… … Dictionary of Greek
αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και … Dictionary of Greek
αστειότητα — η (AM ἀστειότης) η ιδιότητα του αστείου νεοελλ. αστείος, όχι σοβαρός λόγος ή ενέργεια μσν. αρχ. 1. η ευγένεια, η ευπρέπεια, η ανωτερότητα 2. η ομορφιά, η λεπτότητα … Dictionary of Greek